|
1) фокуснический; 2) перен. очковтирательский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фокуснический? — ταχυδακτυλουργικός как на (ново)греческом будет слово очковтирательский? — ταχυδακτυλουργικός как с (ново)греческого переводится слово ταχυδακτυλουργικός? — фокуснический, очковтирательский — καθόλου — αχρήστωση — κουρτινόξυλο — κατασπάζω — κράξιμο — εισπνοή — ύπνωση — αλεπουδένιος — πλουτοκράτης — λαβύρινθος — εγκαυστος — αψεύτιστος — ενοχοποιητικός — τρεχάμενος — χαραυγή — λιμάρης — τουρμπάνι — στυππείον — παραβράζω — αλατουργία — ασυμβούλευτος |
|||