|
спать глубоким сном #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спать глубоким сном? — βαριοκοιμούμαι как с (ново)греческого переводится слово βαριοκοιμούμαι? — спать глубоким сном — μουσικότητα — χοντρόπετσος — σταθμίζω — φλογοσωλήνας — ντρόπιασμα — ξύση — λουτροθεραπεία — αψυχοπονεσιά — κομψοπρέπεια — πανηγυριώτης — αντιαλκοολικός — κρεμανταλού — αποζύμωμα — ντουφεκίδι — μελισσοβότανο — διατάζω — θερμορρυθμιστής — παρηγορίητής — αποκαθαρίδι — ανεπίδεκτος — επηρεασμένος |
|||