|
мочеполовой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мочеполовой? — ουρογεννητικός как с (ново)греческого переводится слово ουρογεννητικός? — мочеполовой — αλλοτρίωση — αποστεγάζω — δηλητηριάστρια — στεγανός — ρωσσιστί — κρύφιος — ιώβειος υπομονή — ασθενοφόρος — σκαλιστός — ελευθερόστομος — εισαγγελικός — πενιχρότητα — μήπως — τσοχένιος — σκουπόξυλο — φλοκκιαστός — χάρηκα — απίδρομος — κοσπεντάρικο — αρειμανίως — λιμενάρχης |
|||