|
η торговля #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торговля? — εμπορεία как с (ново)греческого переводится слово εμπορεία? — торговля — νευρίασμα — οσάκις — αναστάς — διαπράττομαι — μύρωμα — επιστόμωσις — παρατηρητικός — μηναλλάγια — σταλάζω — επεισόδιο — παραφέρνω — καπιταλιστικός — αζιμούθιον — αφτρα — ελεεινότητα — διάταγμα — ορθοέπεια — ειδικός — χωρατεύω — απαρέσκεια — γριτίδικος |
|||