|
ο сандарак (смола) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сандарак? — ευοσμίτης как с (ново)греческого переводится слово ευοσμίτης? — сандарак — επακμάζω — ανασυρτός — πληγώνω — αναρτήρας — ξεπαράδιασμα — καρβύνιο — αγγειοσυστολή — ρομβία — διαφυλάσσω — αποσηπτικός — εκμισθώνω — αήττητος — σημάδευμα — ελευθέρωμα — γεματούτσικος — δρομιάζω — φωλιασμένος — καρπαζώνω — άργανα — σταλαγμένος — νεροβάρελλο |
|||