|
προστ. от μαϊνάρω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μάϊνα? — — προκοπή — ηλιοσκόπιο — ρουμελιώτικα — ράμφος — αποσβήνω — ενθάρρυνση — διυγραίνω — ελληνόπαις — ερρινος — λούλουδο — χαρτονένιος — βοτάνιασμα — υπερθέτω — κασίδα — ζωάριο — ξενικός — διαθηκώος — συκόμορον — ένοχος — αμετολαμπάδευτος — χυλώνω |
|||