|
το косточка маслины #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово косточка маслины? — λιοκόκκι как с (ново)греческого переводится слово λιοκόκκι? — косточка маслины — κορνιζού — εντομοκτόνος — βιγκόνια — ψαθώνω — διάκενο — μαθός — μονολογώ — δεξιοτεχνία — εργοδοσία — φεγγαρίζω — μπινιάρης — σαγανάκι — θρακικός — ευρυχωρία — στερεότυπος — μετακινώ — ψευταράς — εμπατή — ευθυσκοπώ — λαμπυρίζω — σκιαγράφημα |
|||