|
ο эк. инфляция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово инфляция? — πληθωρισμός как с (ново)греческого переводится слово πληθωρισμός? — инфляция — αντεπίσκεψη — αρχικάλπισσα — πολύχρονος — συνοδοιπορώ — προτεσταντικός — λιθόβλητος — αξίππαστος — συντυχία — υπόβλημα — γονεϊκός — δευτεροπαθής — εγκωμιογράφος — βάρος — σαρκοφαγία — εκκωφαντικός — εξασθενώ — αναθεωρητικός — αποξεκάνω — γενεαλογούμαι — θεατρίνα — κεραμιδαριό |
|||