Новогреческий словарь
δεκάχρονος
δεκάχρον|ος
десятилетний
;
~ο αγόρι — десятилетний мальчик
;
~η πολιορκία — осада(__,__) длившаяся десять лет
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
десятилетний
? —
δεκάχρονος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δεκάχρονος
? — десятилетний
#
(ново)греческий словарь
—
καταχώνω
—
ασυμφιλίωτος
—
προθεσμία
—
συντέφι
—
παρεπόμενο
—
γραμματοθυλάκιον
—
ξεστραβώνω
—
πιθηκίζω
—
γλυκοθωριά
—
βραχέως
—
ωοθηκίνη
—
σκιαζούρα
—
τάλληρο
—
στήριξη
—
νεκρικός
—
πρεσβύωψ
—
νότιος
—
κινητοποιημένος
—
διεκδικητής
—
αριδιάζω
—
κουτσαβάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве