|
αόρ. от δίδω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έδωσα? — — πασσαλείφω — σκεπτικότης — εγκλιματισμός — τρυγία — ριζό — χοντροπελεκώ — ριζοσπαστικός — τσουτσουνόβεργα — ανεξαίρετα — στιβάνι — μπεκιαριλίκι — ηλειακός — δρω — ωολέυκωμα — μελιγγίτης — θερμαντικός — φυγόποινος — φυλλομετρητής — λαβώνομαι — λεβίθα — συγκεφαλαιωτικός |
|||