Новогреческий словарь
διπυρίτης
διπυρίτης
ο :
~ (άρτος) — сухарь, галета
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διπυρίτης
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γλυφονέρι
—
ολιγόχρονος
—
εστιάτορας
—
καλεντάρι
—
βόμβος
—
περιπλάνηση
—
αυτοπαινιέμαι
—
Μάρτιος
—
μωαμεθανίδα
—
ποδηλατοδρόμιο
—
μοοσοολμάνος
—
λειβάδι
—
δραχμοποιώ
—
επαναδραστηριοποίηση
—
λεύχειμο
—
αναίρεση
—
ενάερος
—
βεζίρισσα
—
σπάγγος
—
κακοστομία
—
ενδόσιμον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве