|
мед. страдающий водобоязнью #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдающий водобоязнью? — υδρόφοβος как с (ново)греческого переводится слово υδρόφοβος? — страдающий водобоязнью — αβούλευτος — ληστοκρατούμαι — απελευθερία — ζυγολούρι — σταχτερός — κασμάς — τευτλοπαραγωγός — πλήκτρο — εκσκαφή — μεθυλαλκοόλη — ξεδένω — απαγωγικός — φουντούκι — διακλάδωση — χορταποθήκη — λόρδωση — κρεολικός — ανακλαδιστά — γλυκομειδιώ — σαμάρωμα — πινελλιά |
|||