Новогреческий словарь
πατερημά
πατερημά
τα
молитва
;
λέω или κάνω τήν ~ μου — молиться
;
===
νηστεία καί ~ — [phrase]жизнь полна лишений[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
молитва
? —
πατερημά
как с
(ново)греческого
переводится слово
πατερημά
? — молитва
#
(ново)греческий словарь
—
καπνέμπορας
—
σπυριάρικος
—
καταπλήττω
—
υγροποίηση
—
παραμητρικός
—
αβιογένεσις
—
ακροαστικός
—
μακάσι
—
συνταξιδιώτης
—
δαιμονιακός
—
ολοψύχως
—
ανθυγιεινός
—
μισιακός
—
αλατισμένος
—
επιδρομικός
—
κοταχνιάζει
—
καβαλλίνα
—
χρυσοτρίχης
—
απίθωμα
—
φλερτάρισμα
—
μαρμαροστρώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве