|
ο стрелок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стрелок? — τυφεκιοφόρος как с (ново)греческого переводится слово τυφεκιοφόρος? — стрелок — παρασκευάζω — ερωτική — ζωαγορά — τσιχλόφουσκα — συγκάτοχος — ορτσάρω — αδαής — ανταγωγή — καφωδείο — διασημότητα — ζωηρός — αποκαταστάσιμος — αεροστάθμη — λαγανόψωμο — μνησίκακος — ασβεστόλιθος — αξυστος — αδέλφωμα — παράταση — προσλαμβάνω — χασάς |
|||