Новогреческий словарь
έκλαψα
έκλαψα
αόρ. от κλαίω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
έκλαψα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
χωριατόπουλα
—
ζαχαροπλαστείο
—
καθιέρωση
—
προφυλάσσομαι
—
βομβακοειδής
—
διεπιστημονικός
—
σελιδοδείκτης
—
ομογνωμονώ
—
βουλνμιώδης
—
αρκουδοτόμαρο
—
προεκβολή
—
εντρόπιασμα
—
πονώ
—
ασέβαστος
—
αντιδιαστέλλω
—
σύνεδρος
—
αργυροπέταλος
—
ποινικοποιούμαι
—
λιοβασίλεμα
—
αμφίθυρος
—
στανικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве