|
αόρ. от κλαίω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έκλαψα? — — βαθμονομία — σπουδαίος — υποθερμία — δακτυλολογία — στατική — ανέχυμα — λεβάρω — βραχιόνιος — δομώ — πολιός — ελειογενής — ξεφόρτωμα — αντιμολία — τροπωτήρ — παλικαράς — διψομανία — ομολογουμένως — βαμβακοφόρος — ευκταίος — αλατοποίηση — οδοδείκτης |
|||