Новогреческий словарь
ακτίνιον
ακτίνιον
το 1) хим.
актиний
;
2) зоол.
актиния
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
актиний
? —
ακτίνιον
как на
(ново)греческом
будет слово
актиния
? —
ακτίνιον
как с
(ново)греческого
переводится слово
ακτίνιον
? — актиний, актиния
#
(ново)греческий словарь
—
μυδοκαλλιεργητής
—
περισυνάγω
—
προσχώνομαι
—
χρυσοφόρος
—
άθικτος
—
τετράχρονος
—
αψήλου
—
σκηνοθέτις
—
κερματίζω
—
μονοκάμαρα
—
εκνίτρωση
—
παραδειγματικώς
—
αυτοκαταλύομαι
—
κοροϊδεύω
—
εναγκαλισμός
—
αναπτύσσομαι
—
κοινή
—
αζευγάρωτος
—
αχνούδιαστος
—
αποσογκεντρώνω
—
αβωλοκόπητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве