|
το оленёнок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово оленёнок? — ελαφόπουλο как с (ново)греческого переводится слово ελαφόπουλο? — оленёнок — λατίνι — γαργάλητό — ψευτοκουλτουριάρης — ελλογιμότητα — αμφιόνι — πεινώ — ελκωμα — παραφορτώνομαι — ανεμοθύελλα — εφοδεία — παράτυπα — εμποτίζω — πουτσάρα — προανακρούω — ξοδιάζω — βλακόμουτρο — γνεφολογώ — κωκ — ενάμνιος — περίγλυφος — ευχαριστήριο |
|||