|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οφειλόμενος? — — θειαφένιος — χοιρόδερμα — επαγγελματικά — δεκαεφτά — απαγγελία — βέσπα — σωπαίνω — παλινδρομικώς — συνταχθείσα — ζυμοειδής — τρώγλη — ηλέκτριση — αφούρνιστος — δασονομείο — νωθρός — δύσληπτος — επακριβώς — μεταγλωττισμένος — άζευτος — εξοφλητικός — κατάδικος |
|||