Новогреческий словарь
παραστατικός
παραστατικός
образный, фигуральный
~ή έκφραση — образное выражение
;
2) :
~ή (γεωμετρία) — начертательная геометрия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
образный
? —
παραστατικός
как на
(ново)греческом
будет слово
фигуральный
? —
παραστατικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
παραστατικός
? — образный, фигуральный
#
(ново)греческий словарь
—
ξεσχολίζω
—
τάνυσμα
—
μαυραγορά
—
δεινοποίησις
—
μετατύπωση
—
συναδελφότης
—
χαιρεκακία
—
θρομβολυτικό
—
συγκεκριμενοποίηση
—
ξενοιασιά
—
στρεψοδικία
—
ομόφωνα
—
αγαθιάρης
—
χαμαιζηλία
—
σκοτισμός
—
πηγάδι
—
περιφρονητικά
—
καραγκούναρος
—
ωμοπλινθοδομή
—
πήγμα
—
ανθρώπειος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве