|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαψεύδομαι? — — νηματουργός — δόθηκα — ημεδαπός — υπομονετικότητα — λυπομανής — νοικάτόρισσα — βιβλιοκαπηλεία — καταπονώ — ασκοπος — βύζαγμα — δίφρος — επιρχιώτικος — ρυθμός — υδροχλώριο — αδελέαστος — αλογόμυγα — οπισθενεργητικός — σουρεαλιστής — έχτρα — μουχλός — παρεκβαίνω |
|||