|
το галоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово галоп? — γκαλόπάρισμα как с (ново)греческого переводится слово γκαλόπάρισμα? — галоп — ελευθεροτέκτονας — αραβικός — οξοποιία — κανάλι — κουσκουσουρίσσα — αδιαφόρετος — νεότητα — θεοτικά — υγρομετρικός — ντεϊστικός — συρισμός — υπέρβαση — ζεύξιμος — βαγαποντιά — ωτοκόπωση — πίπερμαν — ενάμιλλος — γιαβρής — κιβώριο — τριηραρχώ — ένεκεν |
|||