|
русифицировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово русифицировать? — εκρωσίζω как с (ново)греческого переводится слово εκρωσίζω? — русифицировать — καμπυλωτός — επιτροπεύσιμος — απαγορευμένος — μισανοιχτός — υποκείμενο — χάλαζα — ασύνακτος — λαγούμι — θαλασσοδάνειο — μοχθώ — ψαρότρατα — ανάβροχος — ζητω — πελάγιος — γονικά — ακαμψία — ζελατίνα — ζεμπίλι — ταλαγάνι — ανεμευλογία — θειότητα |
|||