|
назначенный, получивший назначение (на должность) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово назначенный? — διοιρισμένος как на (ново)греческом будет слово получивший назначение? — διοιρισμένος как с (ново)греческого переводится слово διοιρισμένος? — назначенный, получивший назначение — λαθυρισμός — εξυγίανση — αποκαπνίζω — βουβαλιά — θειάφισμα — δεοτερεύω — εγκέφαλος — κότερο — πέπλος — ζωοδόχος — αναφτερώνω — άβαθος — αμερικανόφιλος — δοκιμιογραφία — ανατέλλων — ιδρυματικός — βλογάω — καταβαλλόμενος — αμυγδαλομάτα — θαμπάδα — εγκαθηλώνω |
|||