|
το рубанок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рубанок? — ρόκανο как с (ново)греческого переводится слово ρόκανο? — рубанок — φουντουκιά — ντρίτσα-κάτσα — δραξιά — αλληλοδιάδοχος — μίνιο — μεγάθυμος — νοικοκυριό — δέων — τριχιά — λούφφα — αδιαλυτότητα — θερμοκηπιακός — κουρεύω — βαλτότοπος — έκβλητος — λιανέμπορας — γκαλειουρίζω — δαγκωμένος — περιπόθητος — αμόρε — δασοσκεπής |
|||