Новогреческий словарь
μάτ
μάτ
II τό шахм.
мат
;
κάνω ~ — объявлять мат
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мат
? —
μάτ
как с
(ново)греческого
переводится слово
μάτ
? — мат
#
(ново)греческий словарь
—
τορπιλλάκατος
—
δερματέμπορος
—
καμακώνω
—
ασκοτείνιαστα
—
ακτινοβολώ
—
αλεξιβόρβορον
—
χειμαδιό
—
φωτοταχυμετρία
—
μουσικοκριτική
—
διαφώτιστος
—
ιονίζω
—
γλυκοκυματούσα
—
περιθωριακός
—
λίχνισμα
—
λιρέττα
—
αζημίωτο
—
αφροντισιά
—
αργοκούνητος
—
μετάπλαση
—
καματάρισσα
—
αντευεργέτημα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве