|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αλληλοεπηρεαζόμενος? — — καθολικό — χολόσκαση — ανόργανα — απόκαφτρο — απογυρίζω — μεταγωγή — παράγραφος — ανορεξία — εθνική — διεύρυνση — κατάστικτος — πώντς — αέρι — φυλή — ιερατείο — προλαμβάνω — καυχησιολογία — στοματικός — κοσμόπολη — αγγειογραφική — νόημα |
|||