|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νυγματίζω? — — ψαρεύω — φάρος — εσχαρώνομαι — σιβυλλικός — οπισθοφύλακας — αντιπλημμυρικός — θηλυκρέπεια — εκμαυλίζω — αμμωνοειδή — προσδόκιμα — σκαρτεύω — περιττώματα — προβλής — εμβρυογραφία — αλανιάρης — οπλοπολυβόλο — χαρτζιλικώνω — φυγαδεύω — αλωνοτόπι — καλλιεργητικά — καπνεργάτισσα |
|||