Новогреческий словарь
όμαιμος
όμαιμ|ος
уст.
единокровный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
единокровный
? —
όμαιμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
όμαιμος
? — единокровный
#
(ново)греческий словарь
—
μονιμοποίηση
—
εξηντάρης
—
πτυελοδοχείο
—
μισερώνω
—
αποκριανός
—
θηρεύω
—
αιματοποτίζω
—
ιδεολόγος
—
εαυτούλης
—
εκκαφεϊνισμός
—
πεζοπορία
—
ψειραλοιφή
—
χαρακτηρίζω
—
αψείριστος
—
ακαρπιά
—
αλογοουρά
—
διπλωματία
—
πιεζοηλεκτρισμός
—
κατάρρους
—
καζάντια
—
σκαλπέλλο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве