Новогреческий словарь
χριστουγεννιάτικος
χριστουγεννιάτικ|ος
рождественский
;
τό ~ο δένδρο — рождественская ёлка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рождественский
? —
χριστουγεννιάτικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
χριστουγεννιάτικος
? — рождественский
#
(ново)греческий словарь
—
δερμάτι
—
πενταετηρίδα
—
πατωσιά
—
άλλοτες
—
γλαύξ
—
γεφυροπλάστιγγος
—
νεράντζι
—
λεμφικός
—
στιχουργική
—
παγοποιός
—
συλλείτουργο
—
δυσόρατος
—
άπτομαι
—
εξουσιάστρια
—
χορογράφος
—
λογχωτός
—
εσωτερικώς
—
τυπικότητα
—
υποχονδριάζω
—
μπάτσικα
—
κόχη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве