Новогреческий словарь
πειθώ
πειθώ
η
убеждение
;
διά τής ~ούς — убеждением
;
η μέθοδος τής ~ούς — метод убеждения
;
επιδρώ μέ τήν ~ — действовать путём убеждения
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
убеждение
? —
πειθώ
как с
(ново)греческого
переводится слово
πειθώ
? — убеждение
#
(ново)греческий словарь
—
αλληλοδιάδοχος
—
αυτοτελής
—
γεωργήσιμος
—
καταμετράω
—
Κουρούπης
—
ωσότου
—
σταίνω
—
αγουστέλα
—
δεκαπλάσιος
—
μεταλλευτική
—
μόσχευση
—
σκληράδα
—
ρινίτις
—
αποτήκω
—
κοντεύω
—
ξεφλουδισμένος
—
διαβόλογυναίκα
—
αλειτούργητος
—
αορτέας
—
ακουκούλλωτος
—
ευθορσώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве