Новогреческий словарь
δρεπανίστρια
δρεπανίστρια
η
жница; косарь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жница
? —
δρεπανίστρια
как на
(ново)греческом
будет слово
косарь
? —
δρεπανίστρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
δρεπανίστρια
? — жница, косарь
#
(ново)греческий словарь
—
υποθερμαίνω
—
δικαιοφροσόνη
—
επτάμηνο
—
ζεύγος
—
αρχιτσόγλανος
—
μόσε!
—
πτερνοκοπώ
—
νερουλάς
—
ενοίκηση
—
πολυμιλώ
—
μεταρρυθμίστρια
—
ψυχοπλακώνω
—
άπτομαι
—
πνευμονοπλευρίτιδα
—
χαλκουργός
—
στρεμμοτικός
—
ρεκλαμαδόρα
—
αεροδυναμική
—
μελιτοεξαγωγή
—
ηθικολόγος
—
ασυνάρτητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве