|
η торт #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово торт? — τούρτα как с (ново)греческого переводится слово τούρτα? — торт — θυγατέρα — σαπίλα — οικτείρω — μακρομελία — χειλεοπλασία — ξεκούραστα — απαλλοτρίωση — λειωμένος — συμπυκνώνω — νεανικός — αυγάτισμα — χαρούμενα — ενδοφλέβια — αιδημόνως — λάσπωμα — αδημιούργητος — φωνοληπτικός — Μακαριότατος — τραυματιοφόρος — αδιακανόνιστος — ελαιόλαδο |
|||