|
обижаться; сердиться; ~ήθηκε или είναι ~ημένος μαζύ μου — [phrase]он рассердился на меня[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обижаться? — παρεξηγούμαι как на (ново)греческом будет слово сердиться? — παρεξηγούμαι как с (ново)греческого переводится слово παρεξηγούμαι? — обижаться, сердиться — φιλάρχαιος — υποκάτω — χείμετλον — φιλάδελφος — υδροπλανικός — φωτοτροπισμός — νομισμοτοστάθμη — υποστεγάζω — περιχέω — επιτοχής — μέρα — εισαγγελεύω — αναψη — διερράγην — απροκάλυπτος — κεροστίλβη — μαστρολογάω — διδακτέος — κυψελιδικός — λειψανοθήκη — σφακελισμός |
|||