Новогреческий словарь
ευκατέργαστος
ευκατέργαστ|ος
легко поддающийся обработке
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
легко поддающийся обработке
? —
ευκατέργαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευκατέργαστος
? — легко поддающийся обработке
#
(ново)греческий словарь
—
γοργοπορω
—
μπιστικός
—
ανακάθημαι
—
ανακατώνω
—
σχοινόπλεκτος
—
δικάταρτο
—
βαλμένος
—
άφθα
—
γρασιδότοπος
—
ανυπόληπτος
—
ερυσιβώδης
—
μεγολόνους
—
έρημος
—
πολιορκώ
—
καυσαέριο
—
βριζάλεύρο
—
ροζιάρης
—
ακούρνιαστος
—
ανάσβολα
—
καφεδής
—
ιμπρεσσιονισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве