Новогреческий словарь
ύπτιος
ύπτι|ος
лежащий на спине
;
πέφτω ~ — падать навзничь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лежащий на спине
? —
ύπτιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ύπτιος
? — лежащий на спине
#
(ново)греческий словарь
—
αποβιβαστικά
—
ξεγνοιάζομαι
—
στραβάδα
—
δομικός
—
καμπυλόγραμμο
—
αλωνιστής
—
βιβλιοχαρτοπώλισσα
—
ξανθότητα
—
ανόργανα
—
ανεμοκυκλαπόδης
—
εσχάτως
—
κρησφύγετο
—
σιταποθήκη
—
αδιαντροπιά
—
ατάνυστος
—
εθνικοσοσιαλιστής
—
αλάφιασμα
—
μαγκιά
—
δασοφυλακείο
—
στρατιώτης
—
αποπεράτωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве