|
кудахтать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кудахтать? — κακκαρίζω как с (ново)греческого переводится слово κακκαρίζω? — кудахтать — επιψεκασμός — ανεκπαίδευτος — καντηλιέρης — προσκυνητής — κλόουν — χιλιομετρητής — σανιδόφρακτος — αλαζών — θρασύς — πάγχρυσος — τσαουλιά — χέω — κλαυθμών — διακλήρωση — αλανιάρης — διαπύηση — εξοχικό — κουβεντιασμένη — ασβολώδης — κρυφό — πλακάκι |
|||