|
офранцуживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово офранцуживать? — εκγαλλίζω как с (ново)греческого переводится слово εκγαλλίζω? — офранцуживать — ροκανίζω — ανθιστάμενος — μουγγρίζω — ανοικοκύρευτος — σεργιάνι — ανθρωπομορφικός — αποτίω — καλοχωνεύω — καυλός — απηχώ — τεγίς — υπερατλαντικός — χρωματοφόρος — αλγηση — γιαρέντης — αντιπυρηνικός — σάγουλα — ξέγδαρμα — αράπικος — ανατάσσω — αδιαφώτιστος |
|||