Новогреческий словарь
εκγαλλίζω
εκγαλλίζω
офранцуживать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
офранцуживать
? —
εκγαλλίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκγαλλίζω
? — офранцуживать
#
(ново)греческий словарь
—
κακοστομία
—
απολουσίδι
—
αγαλίφωτος
—
εξαρκώ
—
εγκωμιαστής
—
δουλεμπόριο
—
μαγκουροφόρος
—
τηλεφωνητής
—
αλληλοδιάψευση
—
ξεκούραστα
—
ανάταξη
—
επιδέξια
—
επαναπατρίζομαι
—
υπερτονωτικός
—
υδρόλυτος
—
βιοχημεία
—
πολυχρονεμένος
—
μισοχρονής
—
δραπέτευση
—
μοιρολογώ
—
δαντελλάς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве