|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ιντερέσο? — — υπέρθλιψη — τριανταένα — βυσμάτωμα — αρραβωνιάρης — μεσοκόβω — αδελφάτο — προκρίνω — κατανέμω — ξυλουργικός — εχθροπραξία — ψήλος — στιγμιογράφηση — γενάτι — σεβασμιώτατος — αισθητικός — αεριτζού — οκτώ — εκείμην — μεταξοκλωστική — αψινθικός — δικαιώνομαι |
|||