|
ο, η спортсмен, спортсменка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово спортсмен? — σπόρτσμαν как на (ново)греческом будет слово спортсменка? — σπόρτσμαν как с (ново)греческого переводится слово σπόρτσμαν? — спортсмен, спортсменка — γράμπα — απρόοπτος — βεραντάκι — φαγιάντσα — ακριβοτάγιστος — άνανδρος — ασφαλτικός — ταχύπλοος — μπετούγια — μιλιούνια — ευαπόδεικτος — πλαστικοποιούμαι — ασφύριχτος — φκιασιδώνω — πεταλουδίζω — σιδηροβιομηχανία — ταράττομαι — θρυμμάτιση — μουζίκος — φιλειρηνικός — μισοτιμίς |
|||