|
ο мастерок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мастерок? — μαλάς как с (ново)греческого переводится слово μαλάς? — мастерок — προτρέπω — ζυγοστάθμηση — τρίποδος — εκπομπή — διάφεγγος — φτάρμισμα — στήθι — παροχετευτικότητα — γρασαδοράκι — Χριστουγεννιάτης — νομιμοποίητος — τετράγωνος — μονοσέπαλος — πολιτικά — γελοιογραφούμαι — ασυμπόνεστος — ομόφυλος — ερυθρόλευκος — τομάρι — διεκδικούμενος — κουμπί |
|||