Новогреческий словарь
γυαλισμένος
γυαλισμένος
полированный, гладкий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
γυαλισμένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γήρανση
—
αστακόχρωμος
—
καβαλλάρισσα
—
εκατοστόλιτρο
—
ολούθε
—
αποσπερίτης
—
σκαπουλαίρνω
—
αλάνης
—
ντιβάνι
—
φατσάρω
—
μπέμπούλα
—
αμμωνία
—
στηθόπαννο
—
εκδικητικός
—
πεζογραφία
—
αναχαιντρώνομαι
—
πλεούσα
—
αντάμειψη
—
γραφή
—
άχνη
—
παραστρατώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве