|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επιστημολογικός? — — δίπορτο — πρόσρηση — εγκυμόνηση — εξανθρακωτικός — φουρτουνιάζω — καλούδια — χρυσωρύχος — λατινόφρων — συμπεριφορικός — ξεπαπαδεύω — ξυλοπυρίτιδα — επαιτιώμαι — καταφλέγω — αποκουφαίνομαι — αδερφώνω — μονοπολικός — αλιζαρίνη — γαργαρίζω — γαιανθρακούχος — ζαχαρολεμονιά — ανδρωνύμιο |
|||