|
η горничная; камеристка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горничная? — καμαριέρα как на (ново)греческом будет слово камеристка? — καμαριέρα как с (ново)греческого переводится слово καμαριέρα? — горничная, камеристка — επικόπανον — τρίο — περίζηλος — στεγανότητα — ζωοτροφικός — αποχωρίζω — δωδεκάχρονος — ξαπλωσιά — ασπρουλιάρικος — δυναστικός — τρίλλια — πολυπροσώπως — κυλάω — ευθυωρία — αχερο — τζαμένιος — αλαργινά — βοήθεια — εσκεμμένα — αθεϊσμός — λόγου |
|||