|
ο носящий фустанеллу - принадлежность греческого национального костюма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово носящий фустанеллу? — φουστανελλάς как с (ново)греческого переводится слово φουστανελλάς? — носящий фустанеллу — κηρομπογιά — άνοστα — πλεχτό — προοδευμένος — σοσιαλίστρια — αλεπονοριά — συριά — ανευχαριστησία — εκβαρβάρωση — σανοπωλείο — σμυριδόκονις — κυτταρίτιδα — στρεψοδικώ — γαλοκτούχος — αντικειμενιστής — δυσκατάπειστος — αντικαταλλαγή — συνιζάνω — μαιτρέσσα — ισοπαχής — εμπείρως |
|||