|
1) не обещавший; 2) необещанный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не обещавший? — ανυπόσχετος как на (ново)греческом будет слово необещанный? — ανυπόσχετος как с (ново)греческого переводится слово ανυπόσχετος? — не обещавший, необещанный — δέω — αμερικανοκρατούμαι — διαβητικός — διακυβερνώ — κακονυχτώ — κυμαινόμενος — απογυρίζω — ζωηρεύω — αιμοποιητικός — ξυλοπάλιος — παρακελευσματικός — έμβρυος — δεκαπλούς — επίπλοον — δασυγένειος — κεραμίδωμα — προεκλέγω — γιασεμόλαδο — πανώλη — πολιορκητική — ευθυμία |
|||