|
1) сберегательный; 2) кассовый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сберегательный? — ταμιευτικός как на (ново)греческом будет слово кассовый? — ταμιευτικός как с (ново)греческого переводится слово ταμιευτικός? — сберегательный, кассовый — αγαθοσύνη — συνευρίσκομαι — φωνακλάς — ασχημάτιστος — λάκτισμα — ψαρήσιος — κακοαναθρεμμένος — πλατύρρυγχος — σταθεροποιητικός — αρλουμποειδής — εκμεταλλευόμενος — διοπτικός — εγκοπή — απόκομμα — ισχυόμετρο — κλειδί — τουλουπάνι — φυλλοειδής — εδάφιση — βακχεύτρια — λιοτρίβι |
|||