Новогреческий словарь
παρατεταμένος
παρατεταμέν|ος
продолжительный, затяжной
;
~α χειροκροτήματα — продолжительные аплодисменты
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
продолжительный
? —
παρατεταμένος
как на
(ново)греческом
будет слово
затяжной
? —
παρατεταμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρατεταμένος
? — продолжительный, затяжной
#
(ново)греческий словарь
—
ασκοπήρα
—
κατεργάρισσα
—
προληπτικός
—
κατονομασία
—
κατατομή
—
παππούδες
—
μετρονομικός
—
θεοκρατικό
—
παιδεραστία
—
μετάγγισμός
—
αυτότροφος
—
κασσιέρης
—
τελαλώ
—
φαγγριστός
—
καμινέας
—
κεραμιδώ
—
χαρτόμουτρο
—
ευφλογιστία
—
συνταγματάρχης
—
αρμάθιασμα
—
σουρτάρι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве