|
ο землекоп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово землекоп? — χωματουργός как с (ново)греческого переводится слово χωματουργός? — землекоп — διαρρήχτης — ανεξίθρησκος — βρογχεκτασία — μαθός — παρόδιος — ορμώμαι — ξεχώνομαι — καταθλίβω — κέντημα — επιχώνομαι — πλακόστρωμα — ορυκτογεωλογία — ονομάζομαι — εξοφλήσιμος — χουνί — ομοτράπεζος — αυτογονία — απαλλάσσω — χοροδιδασκαλία — ατός — αραθρώνω |
|||