|
το остров #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остров? — νησί как с (ново)греческого переводится слово νησί? — остров — ακουβάλιστος — μπασιμπουζούκος — οδοντογλυφίδα — αρχαιοσυλλέκτης — κρασάτος — σφυγμογράφημα — αντισταθμισμένος — καυκιά — σκληρός — κοράλλι — διαμάχομαι — διάτονος — καταχρεώνω — αιματίνη — πυελικός — λεβεντομάννα — σκληροπυρηνικά — ετάκην — σεντονόπανο — σκορπώ — δαμαλάκι |
|||