|
(-εως) η мед. склеродермия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово склеродермия? — υπερκεράτωση как с (ново)греческого переводится слово υπερκεράτωση? — склеродермия — μονάχα — αστεροφεγγής — ξιφομάχος — θερμιδομετρικός — ψυχωσικός — διάκαμψη — περιτύλιγμα — πεζόβολο — οξειδωτικός — ζαφτιές — ενύπαρξη — θρυλικός — συνταυτίζω — δοξόσοφος — γλεντζές — καμπύλη — ξομπλιάστρα — κακοποιώ — μερσίνι — λιγόπιστος — αντικατροπτισμένος |
|||